ΕΤΥΜ: italien biscotto ; de bis, deux fois et cotto, cuit
ΣΗΜΑΣΙΑ1
(ωςουσιαστικό)
Tranche de pain contenant du sucre, des matières grasses et du lait, grillée au four
ΠΡΔ: sinon le soir je mange deux biscottes avec charcuteries.
ΜΤΦ:φρυγανιάΕΤΥΜ: [ιταλ. biscotto]
ΣΗΜΑΣΙΑ1
(ωςουσιαστικό)
γλύκισμα από ζύμη διαμορφωμένη σε μικρά και λεπτά κομμάτια, τα οποία ψήνονται καλά στο φούρνο, ώστε να γίνουν τραγανά
ΠΡΔ: Τρίβουμε τα μπισκότα και τα προσθέτουμε στο μίγμα της σοκολάτας.
ΜΤΦ:biscuit