ΕΤΥΜ: ancien français maillol, de maille 1
ΣΗΜΑΣΙΑ1
(ωςουσιαστικό)
Vêtement en maille porté à même la peau, et ne couvrant que le haut du corps.
ΠΡΔ: En délicatesse du côté des Los Angeles Galaxy, le milieu droit anglais David Beckham serait heureux de renfiler le maillot de Manchester Utd
ΜΤΦ:φανελάκι,φανέλα
ΣΗΜΑΣΙΑ2
(ωςουσιαστικό)
vêtement de bain, le plus souvent en maille extensible
ΠΡΔ: En parlant de maillot de bain , avec Quentin on a déjeuné sur les bords de la Garonne tout à l'heure, là où ils font Toulouse plage
ΜΤΦ:μαγιόΕΤΥΜ: [λόγ. < γαλλ. maillot]
ΣΗΜΑΣΙΑ1
(ωςουσιαστικό)
εφαρμοστό ρούχο που καλύπτει κυρίως τα απόκρυφα μέρη του σώματος και το φορούν στο κολύμπι
ΠΡΔ: Βάλτε το μαγιό σας και βουτήξτε στα γαλήνια νερά στον κόλπο της Σκάλας.
ΜΤΦ:maillot de bain