menthe /mɑ ̃:t/ - μέντα /ménda/

menthe

ΕΤΥΜ: du latin ment(h)a


ΣΗΜΑΣΙΑ1 (ωςουσιαστικό)

1. Plante très odorante, qui croit dans les lieux humides 2..Sirop de menthe

ΠΡΔ: Un moment chaleureux qui s'est poursuivi par la découverte des épices, sucreries et thé à la menthe , autour d'un buffet concocté et offert par les parents des élèves de la classe de M. Zerouali.

ΜΤΦ:Δυόσμος

μέντα

ΕΤΥΜ: <ιταλικό menta<λατινικό mentha<μίνθη προελληνικό δάνειο


ΣΗΜΑΣΙΑ1 (ωςουσιαστικό)

1. ποώδες αρωματικό φυτό. 2. ποτό, καραμέλα ή μαστίχα αρωματισμένα με άρωμα μέντας.

ΠΡΔ:

  1. Αυτή η τσίχλα έχει γεύση μέντας, γωλθερίας, και επίγευση σορβιτόλης.
  2. Λιώνοντας μερικά φύλλα μέντας και απλώνοντας τα για 20 λεπτά κάτω από τα μάτια, 2 φορές την εβδομάδα, θα καταφέρεις να εξαφανίσεις τους μαύρους κύκλους
ΜΤΦ:pastille de menthe, menthe, bonbon à la menthe