ΕΤΥΜ: du latin ment(h)a
ΣΗΜΑΣΙΑ1
(ωςουσιαστικό)
1. Plante très odorante, qui croit dans les lieux humides 2..Sirop de menthe
ΠΡΔ: Un moment chaleureux qui s'est poursuivi par la découverte des épices, sucreries et thé à la menthe , autour d'un buffet concocté et offert par les parents des élèves de la classe de M. Zerouali.
ΜΤΦ:ΔυόσμοςΕΤΥΜ: <ιταλικό menta<λατινικό mentha<μίνθη προελληνικό δάνειο
ΣΗΜΑΣΙΑ1
(ωςουσιαστικό)
1. ποώδες αρωματικό φυτό. 2. ποτό, καραμέλα ή μαστίχα αρωματισμένα με άρωμα μέντας.
ΠΡΔ: