aphorisme /afɔ ʀism̥/ - αφορισμός /aforizmós/

aphorisme

ΕΤΥΜ: latin aphorismus, du grec aphorismos


ΣΗΜΑΣΙΑ1 (ωςουσιαστικό)

Phrase, sentence qui résume en quelques mots une vérité fondamentale

ΠΡΔ: Souvenons-nous de l'aphorisme de Bachetard,aussi applicable à la politique qu'à la science ou à la vie en général: L'erreur descend vers les convictions tandis que la verité vers les preuves.

ΜΤΦ:απόφθεγμα

αφορισμός

ΕΤΥΜ: [λόγ. < αρχ. ἀφορισμός]


ΣΗΜΑΣΙΑ1 (ωςουσιαστικό)

εκκλησιαστική ποινή με την οποία ο χριστιανός αποκλείεται εντελώς από τη χριστιανική κοινότητα, ως τιμωρία για τα πολύ βαριά αμαρτήματα στα οποία περιέπεσε

ΠΡΔ: Ο ίδιος ο Καζαντζάκης, απαντώντας στις απειλές της εκκλησίας για τον αφορισμό του, έγραψε σε επιστολή του: "Μου δώσατε μια κατάρα, Άγιοι Πατέρες, σας δίνω μια ευχή

ΜΤΦ:excommunication