ΕΤΥΜ: De l’ancien français terrace (« sol, torchis, terre à foulon »), dérivé de terre, peut-être de l’ancien occitan terrassa
ΣΗΜΑΣΙΑ 1
(ως ουσιαστικό)
surface d'un socle plat
ΠΡΔ: Terrasse d'une statue, d'une pièce d'argenterie.
ΜΤΦ: η βεράντα, η ταράτσα, το λιακωτό / υπαίθριος, εξωτερικός χώρος, τα τραπεζάκια έξω / η αναβαθμίδα / η επιφάνεια βάσης, η βάση
ΣΗΜΑΣΙΑ 2
(ως ουσιαστικό)
levée de terre formant plateforme, ordinairement soutenue par de la maçonnerie
ΠΡΔ: Les terrasses d'un jardin, d'un parc.
ΜΤΦ: η βεράντα, η ταράτσα, το λιακωτό / υπαίθριος, εξωτερικός χώρος, τα τραπεζάκια έξω / η αναβαθμίδα / η επιφάνεια βάσης, η βάση
ΣΗΜΑΣΙΑ 3
(ως ουσιαστικό)
plateforme en plain air d'un étage de maison en retrait sur l'étage inférieur - toiture plate, accessible, parfois aménagée
ΠΡΔ: Terrasse avec piscine. Toiture en terrasse.
ΜΤΦ: η βεράντα, η ταράτσα, το λιακωτό / υπαίθριος, εξωτερικός χώρος, τα τραπεζάκια έξω / η αναβαθμίδα / η επιφάνεια βάσης, η βάση
ΣΗΜΑΣΙΑ 4
(ως ουσιαστικό)
emplacement sur le trottoir, où l'on dispose des tables et des chaises pour les consommateurs, devant un café, un restaurant
ΠΡΔ: Terrasse en plein air ; couverte l'hiver.
ΜΤΦ: η βεράντα, η ταράτσα, το λιακωτό / υπαίθριος, εξωτερικός χώρος, τα τραπεζάκια έξω / η αναβαθμίδα / η επιφάνεια βάσης, η βάση
ΣΗΜΑΣΙΑ 5
(ως ουσιαστικό)
métier, travail de terrassier
ΠΡΔ: "Ouvrier tourneur, il était devenu terrassier depuis la crise et se plaisait mieux maintenant dans la terrasse qu'à l'usine" G.NAVEL
ΜΤΦ: η βεράντα, η ταράτσα, το λιακωτό / υπαίθριος, εξωτερικός χώρος, τα τραπεζάκια έξω / η αναβαθμίδα / η επιφάνεια βάσης, η βάσηΕΤΥΜ: ταράτσα < (άμεσο δάνειο) βενετική terazza [1] [2] (ιταλικά terrazza) < ... απώτατη αρχή → λατινική terra, πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ters- (στεγνός)
ΣΗΜΑΣΙΑ 1
(ως ουσιαστικό)
επίπεδη στέγη οικοδομήματος, συνήθ. από μπετόν, με επίστρωση από πλάκες ή από άλλο αδιάβροχο υλικό, που περιβάλλεται από προστατευτικό τοίχο ή κιγκλίδωμα
ΠΡΔ: Aνέβηκε στην ταράτσα για να απλώσει τα ρούχα.
ΜΤΦ: terrasse