tourte //tuʀtə// - τούρτα //túrta//

tourte

ΕΤΥΜ: Du latin torta panis (« pain rond »)


ΣΗΜΑΣΙΑ 1 (ως ουσιαστικό)

Tarte ronde, garnie de fruits, de légumes, de viande, et recouverte d'une abaisse

ΠΡΔ:

  1. Couvrir la tourte avec l'autre rouleau de pâte bien souder pour que la farce ne déborde pas.
  2. Cette recette de tourte aux fruits alsacienne peut être réalisée avec des pommes ou des poires.
ΜΤΦ: πίτα


ΣΗΜΑΣΙΑ 2 (ως ουσιαστικό)

Pain de forme ronde

ΠΡΔ: Cette tourte rustique, élaborée dans la pure tradition boulangère, offre des tranches à la mie alvéolée et fondante au goût typé.

ΜΤΦ: καρβέλι


ΣΗΜΑΣΙΑ 3 (ως ουσιαστικό)

[familiar], [vieux] Personne balourde, sotte

ΠΡΔ:

  1. Cet individu est une tourte.
  2. Quelles tourtes, ces examinateurs! L'esprit le plus obtus aurait compris que, par ce temps écrasant, nous composerions en français plus lucidement le matin. Eux, non (Colette, Cl. école, 1900, p. 199)
ΜΤΦ: μπουνταλάς, χοντροκέφαλος, τούβλο


ΣΗΜΑΣΙΑ 4 (ως ουσιαστικό)

MÉTALLURGIE Synonyme de fromage

ΜΤΦ: κυλινδρική μπομπίνα μεγάλης πυκνότητας


ΣΗΜΑΣΙΑ 5 (ως ουσιαστικό)

En Suisse : gros gâteau; gâteau d'anniversaire

ΜΤΦ: τούρτα γενεθλίων

τούρτα

ΕΤΥΜ:

  1. ελνστ. τούρτα `ψωμί ψημένο στη στάχτη΄
  2. λατ. torta ( [o > u] από επίδρ. του [r] ) μέσω του ιταλ. torta· τούρτ(α) -ίτσα


ΣΗΜΑΣΙΑ 1 (ως ουσιαστικό)

Γλύκισμα σε μεγάλο, στρογγυλό συνήθ. σχήμα, με βάση το παντεσπάνι και την κρέμα ζαχαροπλαστικής

ΠΡΔ:

  1. Για την τούρτα γενεθλίων με σοκολάτα και μπισκότα, προθερμαίνουμε πρώτα, το φούρνο στους 150 βαθμούς C στον αέρα.
  2. Πάστες, τούρτες, σιροπιαστά, εποχιακά γλυκά, αμυγδαλωτά, πραλίνες καθώς και μια μεγάλη ποικιλία γεύσεων από χειροποίητα παγωτά για να μπορείτε να επιλέξετε το γλυκό που έχετε λαχταρίσει.
  3. Με μεγάλη χαρά αναλαμβάνουμε και τη δημιουργίας της γαμήλιας τούρτας σας, με στόχο να ομορφύνουμε ακόμα περισσότερο τη μέρα του γάμου σας και να εκπλήξουμε γευστικά εσάς και τους καλεσμένους σας.
ΜΤΦ: gâteau