tourte //tuʀtə// - τούρτα

tourte

ΕΤΥΜ: Du latin torta panis (« pain rond »)


ΣΗΜΑΣΙΑ 1 (ως ουσιαστικό)

Tarte ronde, garnie de fruits, de légumes, de viande, et recouverte d'une abaisse

ΠΡΔ:

  1. Couvrir la tourte avec l'autre rouleau de pâte bien souder pour que la farce ne déborde pas.
  2. Cette recette de tourte aux fruits alsacienne peut être réalisée avec des pommes ou des poires.
ΜΤΦ: πίτα


ΣΗΜΑΣΙΑ 2 (ως ουσιαστικό)

ΜΤΦ: καρβέλι

τούρτα

ΕΤΥΜ: ελνστ. τούρτα `ψωμί ψημένο στη στάχτη΄ λατ. torta ( [o > u] από επίδρ. του [r] ) μέσω του ιταλ. torta· τούρτ(α) -ίτσα


ΣΗΜΑΣΙΑ 1 (ως ουσιαστικό)

Γλύκισμα σε μεγάλο, στρογγυλό συνήθ. σχήμα, με βάση το παντεσπάνι και την κρέμα ζαχαροπλαστικής

ΠΡΔ: 1. Για την τούρτα γενεθλίων με σοκολάτα και μπισκότα, προθερμαίνουμε πρώτα, το φούρνο στους 150 βαθμούς C στον αέρα.

ΜΤΦ: gâteau d'anniversaire