épitaphe /epitaf/ - επιτάφιος /epitáfios/

épitaphe

ΕΤΥΜ: bas latin epitaphium, du grec epitaphion, sur le tombeau


ΣΗΜΑΣΙΑ1 (ωςουσιαστικό)

Inscription funéraire. Tablette de marbre, de métal, etc., qui porte cette inscription

ΠΡΔ: Ainsi le poème intitulé Epitaphe est précédé de ces lignes : " II y a longtemps que je voulais mourir. (Lettre d'un suicidé de douze ans.Les Journaux, décembre 1891.) "

ΜΤΦ:επιτάφιος, επιτύμβια επιγραφή, ταφόπλακα, ταφόπετρα

επιτάφιος

ΕΤΥΜ: λόγ.: 1: αρχ. ἐπιτάφιος· 2: μσν. σημ.


ΣΗΜΑΣΙΑ1 (ωςουσιαστικό)

1α.που τοποθετείται επάνω σε τάφο. β. που γίνεται στον τάφο ιδίως κατά την ώρα της ταφής.

ΜΤΦ:épitaphe


ΣΗΜΑΣΙΑ2 (ωςουσιαστικό)

Επιτάφιος Θρήνος, τμήμα της ιερής ακολουθίας που ψάλλεται κατά τη νύχτα της Mεγάλης Παρασκευής και με επέκταση ολόκληρη η ακολουθία αυτή


ΣΗΜΑΣΙΑ3 (ωςουσιαστικό)

ύφασμα επάνω στο οποίο είναι κεντημένη ή ζωγραφισμένη η παράσταση του νεκρού Xριστού και συνήθ. προσώπων που σχετίζονται με την ταφή του


ΣΗΜΑΣΙΑ4 (ωςουσιαστικό)

το ειδικό κουβούκλιο, μέσα στο οποίο τοποθετείται ο Επιτάφιος κατά τη Mεγάλη Παρασκευή