cosmique /kɔsmik/ - κοσμικός /kozmikós/

cosmique

ΕΤΥΜ: grec kosmikos


ΣΗΜΑΣΙΑ1 (ωςεπίθετο)

Relatif au cosmos, à l'univers, à son ordre général

ΠΡΔ:

  1. On voit donc que, à l'échelle cosmique également, la Vie (traînards bleus) peut naître de la mort, même si, au bout du compte, il s'agit d'un combat perdu d'avance...
  2. L'un comme l'autre sont des gens sans instruction, mais leurs prières sont pleines de poésie, d'une grande force évocatrice, ils invoquent le ciel, les océans, ils invoquent les forces cosmiques .
ΜΤΦ:κοσμικός, συμπαντικός


ΣΗΜΑΣΙΑ2 (ωςεπίθετο)

[ASTRONOMIE] Relatif aux espaces intersidéraux ; spatial

ΠΡΔ: Dans l’espace, de graves dangers nous guettent, parmi lesquels : micrométéorites, radiations cosmiques mortelles et vieillissement accéléré en apesanteur.

ΜΤΦ:πλανητικός, διαστημικός

κοσμικός

ΕΤΥΜ:

  1. κοσμικός (συμπαντικός) < αρχαία ελληνική
  2. κοσμικός (μη θρησκευτικός) < μεσαιωνική ελληνική
  3. κοσμικός (κοινωνικός) < (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική


ΣΗΜΑΣΙΑ1 (ωςεπίθετο)

που ανήκει ή που αναφέρεται στον κόσμο, ως σύμπαν

ΠΡΔ: Ο Γαλιλαίος Γαλιλέι καθηγητής των μαθηματικών στην Πάδουα πάει να αποδείξει το καινούριο κοσμικό σύστημα του Κοπέρνικου.

ΜΤΦ:cosmique


ΣΗΜΑΣΙΑ2 (ωςεπίθετο)

που ανήκει ή που αναφέρεται στον κόσμο, σε αντιδιαστολή προς το θρησκευτικός

ΠΡΔ: Σύνταγμα το οποίο να αναγνωρίζει τον κοσμικό χαρακτήρα των πολιτειακών θεσμών.

ΜΤΦ:laïque


ΣΗΜΑΣΙΑ3 (ωςεπίθετο)

που ανήκει ή που αναφέρεται στον κόσμο, ως σύνολο των ανθρώπων μιας κοινωνίας και κυρίως ως προς τις κοινωνικές εκδηλώσεις της ανώτερης συνήθ. κοινωνικής τάξης

ΠΡΔ: Ο γάμος τους ήταν ένα κοσμικό γεγονός.

ΜΤΦ:mondaine