ΕΤΥΜ: Empr. au lat. eccl.laicus, v. lai2 «bas. lat. laicus, du gr. laikos, qui appartient au peuple»,
ΣΗΜΑΣΙΑ1
(ωςεπίθετο)
Qui concerne la vie civile, par opposition à la vie religieuse : Habit laïque. Indépendant des organisations religieuses ; qui relève de la laïcité : État laïque. Lois laïques.
ΠΡΔ: Il y eut jusqu'à quatre écoles différentes dans la commune : une école laïque de garçons, une de filles, une école libre de garçons et une de filles.
ΜΤΦ:αντικληρικόςΕΤΥΜ: λαϊκός < ελληνιστική κοινή < αρχαία ελληνική λαός
ΣΗΜΑΣΙΑ1
(ωςεπίθετο)
που ανήκει, αναφέρεται, απευθύνεται στο λαό, που προέρχεται από αυτόν, τον εκφράζει ή είναι δημιούργημά του
ΠΡΔ: Φρονεί ότι ουδόλως πρόκειται για αρμοδιότητα ανατεθείσα στην ΕΚΤ, καθώς σε αντίθετη περίπτωση θα προσέκρουε στη δημοκρατική αρχή και την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας.
ΜΤΦ:populaire