ΕΤΥΜ: (Fin du XVIe siècle) Dérivé d’agoniser.
ΣΗΜΑΣΙΑ1
(ωςεπίθετο)
Qui est à son déclin
ΣΗΜΑΣΙΑ2
(ωςουσιαστικό)
Qui est à l'agonie, mourant.
ΠΡΔ: Le dernier souffle d'un agonisant , d'un moribond, d'un mourant; exhaler, rendre le dernier souffle; recueillir le dernier souffle de quelqu'un.
ΜΤΦ:ετοιμοθάνατος, μελλοθάνατοςΕΤΥΜ: [λόγ. αγωνί(α) -ώδης μτφρδ. γαλλ. anxieux· λόγ. αγωνιώδ(ης) -ώς]
ΣΗΜΑΣΙΑ1
(ωςεπίθετο)
που χαρακτηρίζεται από αγωνία και ιδίως την προκαλεί
ΠΡΔ: Ο λαός του Αφγανιστάν ζει ώρες αγωνιώδους αναμονής για όσα συμβαίνουν στη χώρα του εξ αιτίας του καθεστώτος των Ταλιμπάν και των τρομοκρατών του Bin Laden.
ΜΤΦ:angoissant, anxiogène, effrayant, inquiétant