Le Dico
Accueil
Index
Bibliographie
Sources
À propos
Espace Éditeur
Login
éthique
/etik/ -
ηθικός
/iθikós/
éthique
ηθικός
ΕΤΥΜ: [λόγ. < αρχ. ἠθικός `που αναφέρεται στα ήθη, στο χαρακτήρα΄ & σημδ. γαλλ. moral]