ΕΤΥΜ: (1564) Du latin categoria, issu du grec ancien κατηγορία, katêgoria (« accusation, catégorie ») dérivé de κατηγορέω, katēgoreō (« accuser, parler contre ») de κατά, kata (« contre ») et ἀγορεύω, agoreuō (« parler »)
ΣΗΜΑΣΙΑ1
(ωςουσιαστικό)
ΕΤΥΜ: [λόγ. < αρχ. κατηγορία & σημδ. γαλλ. catégorie < λατ. categoria < αρχ. κατηγορία]