ΕΤΥΜ: (Début du XVIIIe siècle) Du grec ancien ὁμολογία, homología (« convention, accord »).
ΣΗΜΑΣΙΑ1
(ωςουσιαστικό)
État d'éléments homologues. — MATHÉMATIQUES Type de correspondance entre deux points, qui permet de transformer une figure dans l'espace en une autre équivalente.
ΕΤΥΜ: [λόγ.: 1, 3: αρχ. ὁμολογία `συμφωνία, παραδοχή΄ & σημδ. γαλλ. confession· 2: σημδ. γαλλ. obligation]
ΣΗΜΑΣΙΑ1
(ωςουσιαστικό)
1) Έγγραφη/προφορική βεβαίωση μιας υποχρέωσης, 2) Αναγνώριση, αποδοχή, 3) Παραδοχή υπαιτιότητας, 4) (Εκκλ.) καθομολόγηση, υπόσχεση πίστης.