fantaisie /fɑ ̃tεzi/ - φαντασία /fandasía/

fantaisie

ΕΤΥΜ: (latin fantasia, du grec phantasia, apparition)


ΣΗΜΑΣΙΑ1 (ωςουσιαστικό)

Imagination libre, sans contrainte ni règle ; faculté de création

ΠΡΔ: Mais lorsque - parfois - Besson lorgne un peu trop vers la fantaisie débridée des Indiana Jones signés Steven Spielberg, l'héroïne trinque

ΜΤΦ:ιδιοτροπία

φαντασία

ΕΤΥΜ: [λόγ.: Ι: αρχ. φαντασία• ΙΙ: ιταλ. fantasia (στη νέα σημ.) < αρχ. φαντασία


ΣΗΜΑΣΙΑ1 (ωςουσιαστικό)

η ικανότητα του ανθρώπινου πνεύματος να αναπαριστάνει, να ανακαλεί, να σχηματίζει και να συνδυάζει ελεύθερα εικόνες και παραστάσεις, χρησιμοποιώντας αλλά και ξεπερνώντας τα δεδομένα της εμπειρίας και τους κανόνες της νόησης

ΠΡΔ: Γίνετε δημιουργικοί, ξεφύγετε από τα κλισέ και τις στενές αντιλήψεις και βάλτε την φαντασία σας να δουλέψει.

ΜΤΦ:imagination