robe /ʀ ɔb/ - ρόμπα /róba/

robe

ΕΤΥΜ: (germanique *rauba, butin)


ΣΗΜΑΣΙΑ1 (ωςουσιαστικό)

Vêtement féminin composé d'un corsage et d'une jupe d'un seul tenant.

ΜΤΦ:φόρεμα

ρόμπα

ΕΤΥΜ: [ιταλ. roba]


ΣΗΜΑΣΙΑ1 (ωςουσιαστικό)

ένδυμα που φοριέται μέσα στο σπίτι, καλύπτει ολόκληρο το σώμα και έχει μπροστά και σε όλο το μάκρος του άνοιγμα συνήθ. με κουμπιά

ΠΡΔ: Γυναικεία / αντρική / καλοκαιρινή / χειμωνιάτικη / εμπριμέ ρόμπα

ΜΤΦ:robe de chambre