polémique /pɔlemik/ - πολεμικός /polemikós/

polémique

ΕΤΥΜ: grec polemikos, de polemos, guerre


ΣΗΜΑΣΙΑ1 (ωςουσιαστικό)

Débat plus ou moins violent, vif et agressif, le plus souvent par écrit

ΠΡΔ:

  1. Une polémique politique qui s'envenime.
  2. La question de l'appartenance de la Turquie à l'Europe (...) est à la racine d'une polémique déclenchée par Valéry Giscard d'Estaing autour d'une interview le 7 novembre 2002...
ΜΤΦ:αντιλογία


ΣΗΜΑΣΙΑ2 (ωςεπίθετο)

Qui a un caractère violent, agressif ,qui a le goût de la critique violente et agressive

ΠΡΔ:

  1. Ton polémique
  2. La Cour des comptes a choisi d'examiner les sujet polémique des effectifs de l'administration sur une longue perspective:1980-2008.
ΜΤΦ:εριστικός,αμφιλεγόμενος

πολεμικός

ΕΤΥΜ: αρχ. πολεμικός


ΣΗΜΑΣΙΑ1 (ωςεπίθετο)

που ανήκει ή που αναφέρεται στον πόλεμο

ΠΡΔ: 1...αρκετοί σύγχρονοι μελετητές έχουν τη γνώμη πως τα ριζίτικα αποτελούν συνέχεια των πολεμικών ασμάτων των Δωριαίων.

ΜΤΦ:belliqueux, de guerre


ΣΗΜΑΣΙΑ2 (ωςουσιαστικό)

1.(ως ουσ.) η πολεμική, οξεία, έντονη, επιθετική κριτική που ασκείται με λόγο ή με κείμενο. πολεμικά ΕΠIΡΡ με πολεμική διάθεση ή με πολεμικές ενέργειες.

ΠΡΔ:

  1. Έγινε αντιληπτό πόσο η φανατική πολεμική απέναντι στο καινούργιο κράτος, ήταν τελείως άστοχη.
  2. Αν. Κυπριανού: Πρόσχημα το Μαρί για να ενταθεί η πολεμική ενάντια στον Πρόεδρο
ΜΤΦ:controverse,polémique,contestation,critique virulente