nécessaire /nesesε:ʀ/ - νεσεσέρ /nesesér/

nécessaire

ΕΤΥΜ: Du latin necessarius, dérivé de necesse.


ΣΗΜΑΣΙΑ1 (ωςεπίθετο)

Dont on ne peut se passer; Qui est très utile ou obligatoire, indispensable, qui doit être fait, qui s'impose

ΠΡΔ: Cette opération est nécessaire pour miser son activité sur un coût minime

ΜΤΦ:απαραίτητος, αναγκαίος

νεσεσέρ

ΕΤΥΜ: [λόγ. < γαλλ. nécessaire]


ΣΗΜΑΣΙΑ1 (ωςουσιαστικό)

1.μικρή, συνήθ. δερμάτινη, θήκη με τα απαραίτητα σύνεργα: α. για την περιποίηση των χεριών, του προσώπου κτλ. β. για το ράψιμο.

ΠΡΔ: Για να αυξήσετε τον χρόνο ζωής των καλλυντικών σας, αποφύγετε να τοποθετήσετε το νεσεσέρ στο μπάνιο και προτιμήστε κάποιο δροσερό και ξηρό μέρος.

ΜΤΦ:trousse de toilette; nécessaire de toilette


ΣΗΜΑΣΙΑ2 (ωςουσιαστικό)

2. θήκη με διάφορα εργαλεία για μικροεπισκευές.

ΜΤΦ:trousse