ΕΤΥΜ: espangol caramelo, du portugais
ΣΗΜΑΣΙΑ1
(ωςουσιαστικό)
1. Confiserie préparée à partir d’un mélange de sucre, de glucose, de lait, de beurre et de parfums divers. 2. Produit aromatique provenant de la cuisson du sucre
ΠΡΔ: Plonger les fraises dans le caramel en les tenant par la queue pour bien les enrober et les reposer sur le plat huilé.
ΜΤΦ:1. είδος γλυκίσματος 2. ζαχαρωτόΕΤΥΜ: ιταλ. caramella· καραμέλ(α) -ίτσα
ΣΗΜΑΣΙΑ1
(ωςουσιαστικό)
είδος μικρού ζαχαρωτού από στερεοποιημένο, αρωματισμένο και χρωματισμένο σιρόπι, που συνήθ. δεν το μασούν αλλά το λιώνουν σιγά σιγά μέσα στο στόμα
ΠΡΔ: