ΕΤΥΜ: ancien cas régime de gars, du francique *wrakjo
ΣΗΜΑΣΙΑ 1
(ως ουσιαστικό)
Enfant de sexe masculin
ΠΡΔ: Un petit garcon qu'ils nomèrent Kenji.
ΜΤΦ: αγόρι,παιδί
ΣΗΜΑΣΙΑ 2
(ως ουσιαστικό)
Appellatif s'adressant à un serveur de café, de restaurant
ΠΡΔ: Garçon ! un café.
ΜΤΦ: σερβιτόροςΕΤΥΜ: γαλλ. garçon -ι· λόγ. < γαλλ. garçon· γκαρσόν(ι) -α
ΣΗΜΑΣΙΑ 1
(ως ουσιαστικό)
υπάλληλος σε καφενείο, ταβέρνα, εστιατόριο κτλ. που ασχολείται με το σερβίρισμα των πελατών
ΠΡΔ: Ειδικά ο χυμός είχε τέτοια γεύση που δύο παιδάκια και δύο γονείς δεν κατόρθωσαν να πιούν πάνω από μία γουλιά !!! Και όλα αυτά ήρθαν στο τραπέζι μας από ένα αγενέστατο γκαρσόν !!!
ΜΤΦ: Garçon,serveur