ΕΤΥΜ: Dérivé de fermer avec le suffixe -oir
ΣΗΜΑΣΙΑ1
(ωςουσιαστικό)
Dispositif qui sert à tenir fermé un portefeuille, un collier, un bracelet, etc.
ΠΡΔ:
ΕΤΥΜ: [λόγ. < γαλλ. fermoir]
ΣΗΜΑΣΙΑ1
(ωςουσιαστικό)
μηχανισμός προσαρμοσμένος σε ρούχα, τσάντες, βαλίτσες κτλ., που αποτελείται από δύο παράλληλες σειρές δοντιών, οι οποίες μέσο μιας μικρής συρόμενης λαβής κλείνουν (κουμπώνουν) μπαίνοντας η μια μέσα στην άλλη
ΠΡΔ: Στην πρώτη Γυμνασίου είχα μια τσάντα κρεμαστή μπλε σκούρα με λευκές γραμμές σε τετραγωνικό δικτυωτό, με άσπρο χερούλι και φερμουάρ από πάνω (σαν την κόκκινη της φωτογραφίας).
ΜΤΦ:fermeture éclair