maisonnette /mεzɔnεt/ - μεζονέτα /mezonéta/

maisonnette

ΕΤΥΜ: De maison avec le suffixe -ette. (Wiktionnaire)


ΣΗΜΑΣΙΑ 1 (ως ουσιαστικό)

Petite maison

ΠΡΔ: C'était le temps des petites maisonnettes cachées dans d'étroits vergers, des jardins ouvriers, des murmures d'été sous les tonnelles de vigne vierge.

ΜΤΦ: σπιτάκι

μεζονέτα

ΕΤΥΜ: [λόγ. < αγγλ. maisonett(e) -α < γαλλ. maisonette `σπιτάκι΄]


ΣΗΜΑΣΙΑ 1 (ως ουσιαστικό)

διώροφο διαμέρισμα σε πολυκατοικία ή διώροφη μονοκατοικία με εσωτερική σκάλα

ΠΡΔ: ... αν είχαν βάλει σε μία προθεσμιακή κατάθεση τα γονιά σου όλα όσα ξόδεψαν για να κρεμάσει το καμάρι τους διπλώματα κι επαίνους ταπετσαρία, θα είχες αγοράσει τώρα μία ωραιότατη δίπατη μεζονέτα στο Πικέρμι με τζακούζι και δρύινα πατώματα ...

ΜΤΦ: appartement en duplex, duplex