ΕΤΥΜ: Mot dérivé de coller avec le suffixe -age
ΣΗΜΑΣΙΑ1
(ωςουσιαστικό)
Action de coller, état de ce qui est collé
ΠΡΔ: Elle est adaptée pour les collages de mosaïque,verre, métal, pierre, la technique du 3D, les surfaces peintes ou vernies et les matériaux lisses.
ΜΤΦ:σύνθετη εικόνα, μοντάζ, μοντάρισμα, κολάζΕΤΥΜ: κολάζ < γαλλική collage < coller + -age < colle < δημώδης λατινική colla < αρχαία ελληνική κόλλα (αντιδάνειο) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *gleh₁y-
ΣΗΜΑΣΙΑ1
(ωςουσιαστικό)
1.action de coller. 2.composition artistique faite d'éléments collés sur une surface (le plus souvent des papiers collés).
ΠΡΔ: Υπό την αιγίδα της Νομαρχιακής Επιτροπής Περιβάλλοντος, η ομάδα συμμετείχε με αφίσα και κολάζ .
ΜΤΦ:montage, collage