collage /kɔla:ʒ/ - κολάζ /koláz/

collage

ΕΤΥΜ: Mot dérivé de coller avec le suffixe -age


ΣΗΜΑΣΙΑ1 (ωςουσιαστικό)

Action de coller, état de ce qui est collé

ΠΡΔ: Elle est adaptée pour les collages de mosaïque,verre, métal, pierre, la technique du 3D, les surfaces peintes ou vernies et les matériaux lisses.

ΜΤΦ:σύνθετη εικόνα, μοντάζ, μοντάρισμα, κολάζ

κολάζ

ΕΤΥΜ: κολάζ < γαλλική collage < coller + -age < colle < δημώδης λατινική colla < αρχαία ελληνική κόλλα (αντιδάνειο) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *gleh₁y-


ΣΗΜΑΣΙΑ1 (ωςουσιαστικό)

1.action de coller. 2.composition artistique faite d'éléments collés sur une surface (le plus souvent des papiers collés).

ΠΡΔ: Υπό την αιγίδα της Νομαρχιακής Επιτροπής Περιβάλλοντος, η ομάδα συμμετείχε με αφίσα και κολάζ .

ΜΤΦ:montage, collage