ΕΤΥΜ: calque de l'allemand Einfühlung
ΣΗΜΑΣΙΑ1
(ωςουσιαστικό)
Faculté intuitive de se mettre à la place d'autrui, de percevoir ce qu'il ressent
ΠΡΔ:
ΕΤΥΜ: [λόγ. < ελνστ. ἐμπάθεια `φυσική επίδραση, πάθος΄ κατά την αλλ. της σημ. του εμπαθής]
ΣΗΜΑΣΙΑ1
(ωςουσιαστικό)
το να κυριαρχείται κάποιος από έντονα συναισθήματα εχθρότητας, κακίας ή μίσους· η ιδιότητα και ο τρόπος του εμπαθούς
ΠΡΔ: