ΕΤΥΜ: Ital. calzoni, haut-de-chausses ; du bas-latin calcio, chausson (voy. CHAUSSE) ; picard, caneçon.
ΣΗΜΑΣΙΑ1
(ωςουσιαστικό)
Sous-vêtement masculin, à jambes longues ou courtes
ΠΡΔ: Quand j'y pense hormis la piscine c'est la première fois que je vois un mec en caleçon ...et j'ai même pas rougi.
ΜΤΦ:σώβρακοΕΤΥΜ: [λόγ. < γαλλ. caleçon· παρετυμ. επίδρ. της λ. κάλτσα]
ΣΗΜΑΣΙΑ1
(ωςουσιαστικό)
είδος ψηλής κάλτσας που καταλήγει σε κιλότα και που καλύπτει το σώμα ως τη μέση
ΠΡΔ: Η αδερφή μου έχει καλσόν στο χρώμα του δέρματος αλλά και διάφορα άλλα καλσόν με σχέδια.
ΜΤΦ:collant