bifteck /biftεk/ - μπιφτέκι /biftéki/

bifteck

ΕΤΥΜ: anglais beefsteak


ΣΗΜΑΣΙΑ1 (ωςουσιαστικό)

Tranche de viande de bœuf utilisée comme grillade

ΠΡΔ: Faire griller les biftecks avec la sauce de la marinade jusqu'à ce que ça cuit à votre goût et les couper en tranches.

ΜΤΦ:μπριζόλα


ΣΗΜΑΣΙΑ2 (ωςουσιαστικό)

morceau de bifteck réduit en menus morceaux par hachage et éventuellement reconstitué

ΜΤΦ:μπιφτέκι


ΣΗΜΑΣΙΑ3

défendre ses intérêts.

ΜΤΦ:υπερασπίζομαι τα κεκτημένα μου

μπιφτέκι

ΕΤΥΜ: [γαλλ. bifteck -ι < αγγλ. beefstake]


ΣΗΜΑΣΙΑ1 (ωςουσιαστικό)

παρασκεύασμα από κιμά, το οποίο πλάθεται έτσι, ώστε να είναι λεπτό, πλατύ και σχεδόν κυκλικό, και τρώγεται ψητό

ΠΡΔ:

  1. Ξεκινώντας από τα βασικά: η νοστιμιά ενός μπέργκερ ξεκινά από το μπιφτέκι του, που θέλουμε να είναι αφράτο, ζουμερό, με ή χωρίς κρεμμύδι, μαϊντανό ή δυόσμο.
  2. Ουσιαστικά πρόκειται για μπιφτέκια με μπόλικα μπαχαρικά , πλασμένα μακρόστενα και ψημένα στο γκριλ ή στη σχάρα.
ΜΤΦ:bifteck haché